προσηγορικός

προσηγορικός
-ή, -ό / προσηγορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [προσήγορος]
φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά»
γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων τού ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή, χαρά, ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. νερό, φως, φεγγάρι, κόλαση
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσηγορία, στην προσωνυμία, στην ονομασία (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῑτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος», Διον. Αλ.)
αρχ.
παρωνύμιο, παρατσούκλι («προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς φύσεις ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῡ σώματος εἴδη καὶ πάθη τίθεσθαι», Πλούτ.).
επίρρ...
προσηγορικῶς Μ
με απλή ονομασία, απλώς ονομάζοντας, σε αντιδιαστολή προς τους όρους κυρίως ή αληθώς («τὰ ἀλληγορικῶς ἢ προσηγορικῶς ἢ μεταφορικῶς ἢ ὁμωνύμως λεγόμενα, οὐ χρὴ εἰς δόγματος ἀκρίβειαν παραλαμβάνειν», Δίδυμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσηγορικός — ή, ό (γραμμ.), για ονόματα, τα συνηθισμένα, όχι τα κύρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσηγορικά — προσηγορικός of neut nom/voc/acc pl προσηγορικά̱ , προσηγορικός of fem nom/voc/acc dual προσηγορικά̱ , προσηγορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορικῶν — προσηγορικός of fem gen pl προσηγορικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορικόν — προσηγορικός of masc acc sg προσηγορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορικαί — προσηγορικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορικοῖς — προσηγορικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορικοῦ — προσηγορικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορικωτέρῳ — προσηγορικός of masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορική — προσηγορικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηγορικήν — προσηγορικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”